- πολυγυνία
- η, Ν1. το να έχει ένας άνδρας πολλές γυναίκες2. (για άνδρα) η πολυγαμία3. βιολ. χαρακτηριστικό τών κοινωνιών ορισμένων πολύγυνων εντόμων, στις οποίες υπάρχουν πολλές βασίλισσες, δηλαδή γονιμοποιημένα θηλυκά άτομα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυγύνης. Τη λ. δανείστηκαν οι ξένες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. polygyny].
Dictionary of Greek. 2013.