πολυγυνία

πολυγυνία
η, Ν
1. το να έχει ένας άνδρας πολλές γυναίκες
2. (για άνδρα) η πολυγαμία
3. βιολ. χαρακτηριστικό τών κοινωνιών ορισμένων πολύγυνων εντόμων, στις οποίες υπάρχουν πολλές βασίλισσες, δηλαδή γονιμοποιημένα θηλυκά άτομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυγύνης. Τη λ. δανείστηκαν οι ξένες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. polygyny].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πολυγαμία — Γάμος ενός άνδρα με πολλές γυναίκες (πολυγυνία) ή μιας γυναίκας με πολλούς άνδρες (πολυανδρία). * * * η, ΝΑ [πολύγαμος] 1. σύναψη γάμου ενός άνδρα με περισσότερες από μία συζύγους, πολυγυνία 2. το να παντρεύεται κανείς πολλές φορές νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • σορορατικός — ή, ό, Ν 1. γυναικαδελφογαμικός 2. φρ. α) «σορορατικός γάμος» εθνολ. πρακτική που εφαρμοζόταν σε ορισμένες κοινωνίες και σύμφωνα με την οποία ο άνδρας ήταν υποχρεωμένος να παντρευθεί την αδελφή τής συζύγου του είτε όταν η τελευταία είχε πεθάνει… …   Dictionary of Greek

  • Εσκιμώοι — Πληθυσμός αρχαίας προέλευσης, ο οποίος σήμερα είναι εγκατεστημένος σε διάφορες περιοχές, από τη Γροιλανδία μέχρι τη βορειοανατολική Σιβηρία. Οι ομάδες της αμερικανικής ηπείρου αλληλοχαρακτηρίζονται με την ονομασία Ινουίτ, που σημαίνει άνθρωποι. Η …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”